αυτοματικός

αυτοματικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς την επέμβαση της βούλησης ή άμεσης εξωτερικής αιτίας: Η κίνηση των βλεφάρων είναι αυτοματική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυτοματικός — ή, ό 1. αυτός που συντελείται αυτόματα, από μόνος του 2. το θηλ. ως ουσ. η αυτοματική η τεχνική της παραγωγής αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ημιαυτοματικός — ή, ό βλ. ημιαυτόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αυτοματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”